Έρημη Χώρα Θ. Σ. Ελιοτ
α] Η Ταφή του νεκρού Ο Απρίλης είναι ο μήνας ο σκληρός, γεννώντας Μες απ’ την πεθαμένη γη τις πασχαλιές, σμίγοντας Θύμηση κι επιθυμία, ταράζοντας Με τη βροχή της άνοιξης ρίζες οκνές. Ο χειμώνας μας ζέσταινε, σκεπάζοντας Τη γη με το χιόνι της λησμονιάς, θρέφοντας Λίγη ζωή με απόξερους βολβούς. Το καλοκαίρι μας ξάφνισε καθώς ήρθε πάνω απ’ το Σταρνμπέργκερζε Με μια μπόρα, σταματήσαμε στις κολόνες, Και προχωρήσαμε στη λιακάδα, ως το Χοφγκαρντεν, Κι ήπιαμε καφέ, και κουβεντιάσαμε καμιάν ώρα. Bin gar keine Russin, stamm aus Litauen, echt deutch. Και σαν ήμασταν παιδιά, μείναμε στου αρχιδούκα, Του ξαδέλφου μου, με πήρε με το έλκηθρο, Και τρόμαξα. Κι έλεγε, Μαρία, Μαρία, κρατήσου δυνατά. Και πήραμε την κατηφόρα. Εκεί νιώθεις ελευθερία, στα βουνά. Διαβάζω σχεδόν όλη νύχτα, και πηγαίνω το χειμώνα στο νότο. Ποιες ρίζες απλώνονται γρυπές, ποιοι κλώνοι δυναμώνουν Μέσα στα πέτρινα τούτα σαρίδια; Για του ανθρώπου, Να πεις ή να μαντέψεις, δεν μπορείς, γιατί γνωρίζεις μόνο Μια στοίβα σ